- κρατερωνυξ
- κρατερῶνυξκρᾰτερ-ῶνυξ-ῠχος adj.1) с могучими когтями
(λύκοι ἠδὲ λέοντες Hom.)
2) с крепкими копытами(ἵπποι, ἡμίονοι Hom.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(λύκοι ἠδὲ λέοντες Hom.)
(ἵπποι, ἡμίονοι Hom.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κρατερώνυξ — κρατερῶνυξ, υχος, ὁ, ἡ (AM) αυτός που έχει δυνατά νύχια («λύκοι κρατερώνυχες ἠδὲ λέοντες», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κρατερός + ῶνυξ (< ὄνυξ, ὄνυχος) το ω οφείλεται στον νόμο τής εκτάσεως εν συνθέσει (πρβλ. γαμψ ώνυξ, κοιλ ώνυξ)] … Dictionary of Greek
καρτερώνυξ — καρτερῶνυξ, ώνυχος, ὁ (Α) κρατερώνυξ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρτερός + ῶνυξ (< όνυξ), το ω λόγω τής συνθέσεως (πρβλ. γαμψ ώνυξ, στερρ ώνυξ)] … Dictionary of Greek
καρτερώνυχος — καρτερώνυχος, ον (Α) κρατερώνυξ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρτερός + ώνυχος (< όνυξ), το ω λόγω τής συνθέσεως (πρβλ. ευθυ ώνυχος, πολυ ώνυχος)] … Dictionary of Greek
κρατερός — I (; – 321 π.Χ.). Μακεδόνας στρατηγός. Αφού διέπρεψε ως διοικητής μονάδων στις μάχες του Γρανικού (334 π.Χ.) και της Ισσού (333), στην πολιορκία της Τύρου (332), στη μάχη των Γαυγαμήλων (331) και στην εισβολή στην Υρκανία (330), έγινε ο πιο… … Dictionary of Greek
όνυχας — Ορυκτό που αποτελεί μια ποικιλία του χαλκηδόνιου και μοιάζει με αχάτη. Όπως αυτός, παρουσιάζει ταινίες διάφορων χρωμάτων, που διακρίνονται καθαρά η μία από την άλλη· οι ταινίες αυτές αντιστοιχούν στις διάφορες περιόδους σχηματισμού του ορυκτού… … Dictionary of Greek
κρατερωνύχεσ' — κρατερω̱νύχεσι , κρατερῶνυξ strong hoofed masc/fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρατερωνύχεσι — κρατερω̱νύχεσι , κρατερῶνυξ strong hoofed masc/fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρατερώνυχα — κρατερώ̱νυχα , κρατερῶνυξ strong hoofed masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρατερώνυχας — κρατερώ̱νυχας , κρατερῶνυξ strong hoofed masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρατερώνυχες — κρατερώ̱νυχες , κρατερῶνυξ strong hoofed masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρατερώνυχι — κρατερώ̱νυχι , κρατερῶνυξ strong hoofed masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)